- αγγειορραφή
- η мед. сшивание сосудов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγγειορραφή — Η ραφή ενός αγγείου που έχει σπάσει. Υπάρχει αρτηριορραφή και φλεβορραφή. Η αρτηριορραφή γίνεται με τέσσερις τρόπους: τον κυκλικό, τον απλό πλάγιο, την τελικοτελική αναστόμωση και την ανευρυσμορραφή. Φλεβορραφή γίνεται σε περίπτωση κιρσών ή… … Dictionary of Greek